Αρχίζεις να ιδρώνεις. Το στομάχι σου κοντεύει να σπάσει. Αρχίζεις να περνάς από το κρύο στο ζεστό και από το ζεστό στο κρύο. Τα χέρια σου αρχίζουν να τρέμουν αλλά απλώνεις το πιρούνι και παίρνεις ακόμα μια μπουκιά. Το στομάχι διαμαρτύρεται αλλά η γλώσσα θέλει κι άλλο. Ξεκουμπώνεις το παντελόνι σου για να κάνεις λίγο ακόμα χώρο και για μια στιγμή η ανακούφιση σε κάνει να πιστεύεις ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα αλλά πολύ σύντομα αυτή η τελευταία μπουκιά σε εκδικείται. Νιώθεις λες και κατάπιες τσιμεντότουβλο και θέλεις να πέσεις σε τρίμηνο λήθαργο σαν γέρικο ανακόντα. Παρόλα αυτά συνεχίζεις. Παίρνεις ένα μεγάλο κομμάτι βασιλόπιτα και προσεύεχεσαι να χωρέσει κι αυτό στο μπαλόνι που κάποτε έλεγες στομάχι.
Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό;